προδιερευνητάς

προδιερευνητάς
προδιερευνητά̱ς , προδιερευνητής
spy
masc acc pl
προδιερευνητά̱ς , προδιερευνητής
spy
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προδιερευνητής — ὁ, ΝΜΑ [προδιερευνῶ] στον πληθ. οι προδιερευνητές και οἱ προδιερευνηταί έφιπποι ανιχνευτές, ισχυρά τμήματα ιππικού τών Βυζαντινών, τα οποία πορεύονταν μπροστά από το κύριο σώμα τής εκστρατείας για να εξερευνήσουν το έδαφος και να ανιχνεύσουν τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”